- φαέθων
- Αρχικά απλό επίθετο του θεού Ήλιου, αργότερα ουσιαστικό και όνομα προσώπου της ελληνικής μυθολογίας. Κατά τον Ησίοδο, ήταν γιος της Αυγής και του Κέφαλου, ενός θνητού. Η Αφροδίτη τον απήγαγε και τον έκανε νυχτοφύλακα του ουράνιου ναού της. Άλλη παραλλαγή τον ήθελε γιο του Ήλιου και της Ωκεανίδας Κλυμένης. Ο Φ., αν και άπειρος, θέλησε να οδηγήσει το ηλιακό άρμα του πατέρα του, αλλά πλησίασε πάρα πολύ τη Γη και ο Ζευς τον κεραυνοβόλησε, γιατί κινδύνευε να την κάψει και να εξαφανίσει την ανθρωπότητα. Ο Φ. έπεσε τότε στον ποταμό Ηριδανό.
Ο μύθος αναφέρει και τη θλιβερή τύχη των αδελφών του, των Ηλιάδων, οι οποίες πρώτα βοήθησαν τον Φ. να κλέψει το άρμα του πατέρα τους και μετά τον έκλαιγαν. Από τη λύπη τους μεταμορφώθηκαν σε κλαίουσες ιτιές και τα δάκρυά τους σε κεχριμπάρι.
H πτώση του Φαέθοντα, όπως απεικονίζεται σε ρωμαϊκή σαρκοφάγο (Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία).
* * *(I)ο, ΝΜΑως κύριο όν. ο Φαέθωνμυθ. γιος τού Ηλίου και τής Νεαίρας ή τής Κλυμένης, αδελφός τών Ηλιάδων, ή, κατ' άλλη παράδοση, γιος τού Κεφάλου και τής Ηούς, ο οποίος, στην προσπάθειά του να οδηγήσει το άρμα τού πατέρα του θεού Ηλίου, κατακρημνίστηκε από τον ουρανό και σκοτώθηκε στις όχθες τού ποταμού Ηριδανούνεοελλ.είδος παλαιάς μόνιππης άμαξας, τετράτροχης και άσκεπης, με δύο έδρανα μπροστά και άλλο ένα, χαμηλότερο, πίσωαρχ.1. (ως επίθ. τού Ηλίου) αυτός που λάμπει, λαμπερός, λαμπρός2. ως ουσ. α) ο ήλιοςβ) η σελήνηγ) η ημέρα3. ως κύριο όν. ο Ήλιοςβ) ο πλανήτης Δίαςγ) ο αστερισμός τού Ηνιόχου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαέθω].————————(II)ο, Νζωολ. γένος θαλασσοπουλιών τής τάξης πελεκανόμορφα, με τρία είδη τών τροπικών θαλασσών, που συγκροτούν την οικογένεια φαεθοντίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phaethon].
Dictionary of Greek. 2013.